Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀρτιθανής
ἀρτιθέριστος
ἀρτίθηρος
ἀρτίκαυστος
ἀρτίκολλος
ἀρτικόμιστος
ἀρτικροτέω
ἀρτίληπτος
ἀρτιλιθία
ἀρτιλογία
ἀρτιλόγως
ἀρτιλόχευτος
ἀρτιμαζές
ἀρτιμαθής
ἀρτιμελής
ἀρτιμήτας
Ἄρτιμις
Ἀρτίμπασα
ἀρτινεστέραν
ἀρτίνοος
ἀρτιογενής
View word page
ἀρτιλόγως
ἀρτι-λόγως
, Adv.
A).
speaking readily,
ibid.
ShortDef
speaking readily
Debugging
Headword:
ἀρτιλόγως
Headword (normalized):
ἀρτιλόγως
Headword (normalized/stripped):
αρτιλογως
IDX:
15664
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-15665
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀρτι-λόγως</span>, Adv. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">speaking readily,</span> ibid.</div> </div><br><br>'}