Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἄεδνος
ἀέδνωτος
ἀέθλευμα
ἀέθλιον
ἀέθλιος
ἀεθλοθέτης
ἄεθλον
ἀεθλονικία
ἀεθλοσύνη
ἀεθλοφορέω
ἀεθλοφόρος
ἀεί
ἀειβλαστής
ἀειβλάστησις
ἀειβλύων
ἀείβολος
ἀειβρυής
ἀειγενεσία
ἀειγενέτης
ἀειγενής
ἀειγένητος
View word page
ἀεθλοφόρος
ἀεθλο-φόρος
,
ον
, Ep. and Lyr. for
ἀθλοφόρος.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀεθλοφόρος
Headword (normalized):
ἀεθλοφόρος
Headword (normalized/stripped):
αεθλοφορος
IDX:
1563
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-1564
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀεθλο-φόρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, Ep. and Lyr. for <span class="foreign greek">ἀθλοφόρος.</span> </div><br><br>'}