Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἄδωρος
ἀδωσιδικία
ἀδωσίδικος
ἀδώτης
ἄεδνος
ἀέδνωτος
ἀέθλευμα
ἀέθλιον
ἀέθλιος
ἀεθλοθέτης
ἄεθλον
ἀεθλονικία
ἀεθλοσύνη
ἀεθλοφορέω
ἀεθλοφόρος
ἀεί
ἀειβλαστής
ἀειβλάστησις
ἀειβλύων
ἀείβολος
ἀειβρυής
View word page
ἄεθλον
ἄεθλον
,
τό
,
ἄεθλος
,
ὁ
, Ep. and Ion. for
ἆθλον, ἆθλος
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἄεθλον
Headword (normalized):
ἄεθλον
Headword (normalized/stripped):
αεθλον
IDX:
1559
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-1560
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἄεθλον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <span class="orth greek">ἄεθλος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, Ep. and Ion. for <span class="foreign greek">ἆθλον, ἆθλος</span>.</div><br><br>'}