Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀδωρόληπτος
ἄδωρος
ἀδωσιδικία
ἀδωσίδικος
ἀδώτης
ἄεδνος
ἀέδνωτος
ἀέθλευμα
ἀέθλιον
ἀέθλιος
ἀεθλοθέτης
ἄεθλον
ἀεθλονικία
ἀεθλοσύνη
ἀεθλοφορέω
ἀεθλοφόρος
ἀεί
ἀειβλαστής
ἀειβλάστησις
ἀειβλύων
ἀείβολος
View word page
ἀεθλοθέτης
ἀεθλοθέτης, ου, ,
A). = ἀθλοθέτης , IG 3.1171 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀεθλοθέτης
Headword (normalized):
ἀεθλοθέτης
Headword (normalized/stripped):
αεθλοθετης
IDX:
1558
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-1559
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀεθλοθέτης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀθλοθέτης</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 3.1171 </span>.</div> </div><br><br>'}