Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀρσενάκανθον
ἀρσενίκιον
ἀρσενικόν
ἀρσενικός
ἀρσένιον
ἀρσένιος
ἀρσενογενής
ἀρσενόθηλυς
ἀρσενόθυμος
ἀρσενοκοίτης
ἀρσενομίκτης
ἀρσενόμορφος
ἀρσενοπληθὴς
ἀρσένωμα
ἀρσενωπή
ἄρσην
ἄρσηνος
Ἀρσινόεια
ἄρσιος
ἀρσίπους
ἄρσις
View word page
ἀρσενομίκτης
ἀρσενο-μίκτης,
A). v. ἀρρενομίκτης.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀρσενομίκτης
Headword (normalized):
ἀρσενομίκτης
Headword (normalized/stripped):
αρσενομικτης
IDX:
15566
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-15567
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀρσενο-μίκτης</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀρρενομίκτης.</span> </div> </div><br><br>'}