Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀρρώστημα
ἀρρωστηματικός
ἀρρωστήμων
ἀρρωστία
ἄρρωστος
ἄρσαι
ἄρσακες
ἀρσενάκανθον
ἀρσενίκιον
ἀρσενικόν
ἀρσενικός
ἀρσένιον
ἀρσένιος
ἀρσενογενής
ἀρσενόθηλυς
ἀρσενόθυμος
ἀρσενοκοίτης
ἀρσενομίκτης
ἀρσενόμορφος
ἀρσενοπληθὴς
ἀρσένωμα
View word page
ἀρσενικός
ἀρσενικός,
A). v. ἀρρενικός.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀρσενικός
Headword (normalized):
ἀρσενικός
Headword (normalized/stripped):
αρσενικος
IDX:
15559
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-15560
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀρσενικός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀρρενικός.</span> </div> </div><br><br>'}