Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀδωροδόκητος
ἀδωροδοκία
ἀδωροδόκος
ἀδωρόληπτος
ἄδωρος
ἀδωσιδικία
ἀδωσίδικος
ἀδώτης
ἄεδνος
ἀέδνωτος
ἀέθλευμα
ἀέθλιον
ἀέθλιος
ἀεθλοθέτης
ἄεθλον
ἀεθλονικία
ἀεθλοσύνη
ἀεθλοφορέω
ἀεθλοφόρος
ἀεί
ἀειβλαστής
View word page
ἀέθλευμα
ἀέθλ-ευμα, ἀεθλ-εύω, ἀεθλ-έω, ἀεθλ-ητήρ, ἀεθλ-ητής, etc., Ep. and Ion. for ἀθλ-.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀέθλευμα
Headword (normalized):
ἀέθλευμα
Headword (normalized/stripped):
αεθλευμα
IDX:
1555
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-1556
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀέθλ-ευμα</span>, <span class="orth greek">ἀεθλ-εύω</span>, <span class="orth greek">ἀεθλ-έω</span>, <span class="orth greek">ἀεθλ-ητήρ</span>, <span class="orth greek">ἀεθλ-ητής</span>, etc., Ep. and Ion. for <span class="foreign greek">ἀθλ-</span>.</div><br><br>'}