Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀρρηφόρος
ἀρριγής
ἀρρίγητος
ἄρριγος
ἄρριζος
ἀρρίζω
ἀρρίζωτος
ἄρρινον
ἀρρίπιστος
ἄρρις
ἀρριχάομαι
ἀρριχίς
ἄρριχος
ἄρροια
ἄρροιζος
ἄρρυ
ἀρρυθμέω
ἀρρυθμία
ἀρρύθμιστος
ἀρρυθμοπότης
ἄρρυθμος
View word page
ἀρριχάομαι
ἀρριχάομαι,
A). v. ἀναρριχάομαι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀρριχάομαι
Headword (normalized):
ἀρριχάομαι
Headword (normalized/stripped):
αρριχαομαι
IDX:
15527
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-15528
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀρριχάομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀναρριχάομαι.</span> </div> </div><br><br>'}