Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἄρρης
ἀρρῆσαι
ἀρρησία
ἀρρητοποιέω
ἀρρητοποιός
ἀρρητόρευτος
ἄρρητος
ἀρρητουργέω
ἀρρητουργία
ἀρρητοφόρια
ἀρρητοφόρος
ἀρρηφορέω
ἀρρηφορία1
ἀρρηφόρια2
ἀρρηφόρος
ἀρριγής
ἀρρίγητος
ἄρριγος
ἄρριζος
ἀρρίζω
ἀρρίζωτος
View word page
ἀρρητοφόρος
ἀρρητο-φόρος,
A). v. ἀρρηφόρος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀρρητοφόρος
Headword (normalized):
ἀρρητοφόρος
Headword (normalized/stripped):
αρρητοφορος
IDX:
15513
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-15514
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀρρητο-φόρος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀρρηφόρος.</span> </div> </div><br><br>'}