Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἄρρην
ἀρρηνεῖν
ἀρρηνής
ἄρρης
ἀρρῆσαι
ἀρρησία
ἀρρητοποιέω
ἀρρητοποιός
ἀρρητόρευτος
ἄρρητος
ἀρρητουργέω
ἀρρητουργία
ἀρρητοφόρια
ἀρρητοφόρος
ἀρρηφορέω
ἀρρηφορία1
ἀρρηφόρια2
ἀρρηφόρος
ἀρριγής
ἀρρίγητος
ἄρριγος
View word page
ἀρρητουργέω
ἀρρητ-ουργέω
,
A).
=
ἀρρητοποιέω
,
An.Ox.
3.188
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀρρητουργέω
Headword (normalized):
ἀρρητουργέω
Headword (normalized/stripped):
αρρητουργεω
IDX:
15510
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-15511
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀρρητ-ουργέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀρρητοποιέω</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">An.Ox.</span> 3.188 </span>.</div> </div><br><br>'}