Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀρρενοπρεπής
ἀρρενότης
ἀρρενοτοκέω
ἀρρενοτοκία
ἀρρενοτόκιον
ἀρρενοτόκος
ἀρρενουργός
ἀρρενοφανής
ἀρρενοφθορία
ἀρρενόφρων
ἀρρέντερος
ἀρρενώδης
ἀρρενωνυμέω
ἀρρενωπία
ἀρρενωπός
ἀρρεπής
ἀρρευμάτιστος
ἄρρευστος
ἀρρεψία
ἀρρήδην
ἄρρηκτος
View word page
ἀρρέντερος
ἀρρέντερος,
A). v. ἄρσην.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀρρέντερος
Headword (normalized):
ἀρρέντερος
Headword (normalized/stripped):
αρρεντερος
IDX:
15488
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-15489
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀρρέντερος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἄρσην.</span> </div> </div><br><br>'}