Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀρράζω
ἀρραθάγησεν
ἄρραιστος
ἄρραντος
ἄρρατος
ἀρραφής
ἄρραφος
ἀρραχθές
ἄρρεκτος
ἀρρεν
ἀρρενική
ἀρρενικός
ἀρρενογαμέω
ἀρρενογονέω
ἀρρενογονία
ἀρρενογόνος
ἀρρενοκοίτης
ἀρρενοκυέω
ἀρρενομανής
ἀρρενομίκτης
ἀρρενομιξία
View word page
ἀρρενική
ἀρρενική, , and ἀρρενικόν, τό,
A). v. ἀρσενικόν.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀρρενική
Headword (normalized):
ἀρρενική
Headword (normalized/stripped):
αρρενικη
IDX:
15462
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-15463
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀρρενική</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, and <span class="orth greek">ἀρρενικόν</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀρσενικόν.</span> </div> </div><br><br>'}