Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀρραγίδες
ἀρράζω
ἀρραθάγησεν
ἄρραιστος
ἄρραντος
ἄρρατος
ἀρραφής
ἄρραφος
ἀρραχθές
ἄρρεκτος
ἀρρεν
ἀρρενική
ἀρρενικός
ἀρρενογαμέω
ἀρρενογονέω
ἀρρενογονία
ἀρρενογόνος
ἀρρενοκοίτης
ἀρρενοκυέω
ἀρρενομανής
ἀρρενομίκτης
View word page
ἀρρεν
ἀρρεν-, see also ἀρσεν-.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀρρεν
Headword (normalized):
ἀρρεν
Headword (normalized/stripped):
αρρεν
IDX:
15461
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-15462
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀρρεν-</span>, see also <span class="foreign greek">ἀρσεν-.</span> </div><br><br>'}