Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀρραγής
ἀρραγίδες
ἀρράζω
ἀρραθάγησεν
ἄρραιστος
ἄρραντος
ἄρρατος
ἀρραφής
ἄρραφος
ἀρραχθές
ἄρρεκτος
ἀρρεν
ἀρρενική
ἀρρενικός
ἀρρενογαμέω
ἀρρενογονέω
ἀρρενογονία
ἀρρενογόνος
ἀρρενοκοίτης
ἀρρενοκυέω
ἀρρενομανής
View word page
ἄρρεκτος
ἄρρεκτος, ον,
A). v. ἄρεκτος.


ShortDef

undone

Debugging

Headword:
ἄρρεκτος
Headword (normalized):
ἄρρεκτος
Headword (normalized/stripped):
αρρεκτος
IDX:
15460
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-15461
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἄρρεκτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἄρεκτος.</span> </div> </div><br><br>'}