Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀρραγάδωτος
ἀρραγής
ἀρραγίδες
ἀρράζω
ἀρραθάγησεν
ἄρραιστος
ἄρραντος
ἄρρατος
ἀρραφής
ἄρραφος
ἀρραχθές
ἄρρεκτος
ἀρρεν
ἀρρενική
ἀρρενικός
ἀρρενογαμέω
ἀρρενογονέω
ἀρρενογονία
ἀρρενογόνος
ἀρρενοκοίτης
ἀρρενοκυέω
View word page
ἀρραχθές
ἀρραχθές· ἀσύνετον, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀρραχθές
Headword (normalized):
ἀρραχθές
Headword (normalized/stripped):
αρραχθες
IDX:
15459
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-15460
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀρραχθές·</span> <span class="foreign greek">ἀσύνετον,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}