Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Ἁρπυιόγουνος
Ἅρπυς
ἀρρ
ἀρραβάσσω
ἀρράβδωτος
ἀρράβη
ἀρραβών
ἀρραβωνίζεται
ἀρραγάδωτος
ἀρραγής
ἀρραγίδες
ἀρράζω
ἀρραθάγησεν
ἄρραιστος
ἄρραντος
ἄρρατος
ἀρραφής
ἄρραφος
ἀρραχθές
ἄρρεκτος
ἀρρεν
View word page
ἀρραγίδες
ἀρραγίδες· στήμονες, κρόκαι, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀρραγίδες
Headword (normalized):
ἀρραγίδες
Headword (normalized/stripped):
αρραγιδες
IDX:
15451
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-15452
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀρραγίδες·</span> <span class="foreign greek">στήμονες, κρόκαι,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}