Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἁρπεδονάπται
ἁρπεδόνη
ἁρπεδονίζω
ἁρπεδών
ἅρπεζα
ἁρπετόν
ἅρπη
ἅρπιξ
ἁρπίς
ἄρπισαι
ἀρπίαθος
Ἅρπυιαι
Ἁρπυιόγουνος
Ἅρπυς
ἀρρ
ἀρραβάσσω
ἀρράβδωτος
ἀρράβη
ἀρραβών
ἀρραβωνίζεται
ἀρραγάδωτος
View word page
ἀρπίαθος
ἀρπίαθος, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀρπίαθος
Headword (normalized):
ἀρπίαθος
Headword (normalized/stripped):
αρπιαθος
IDX:
15439
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-15440
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀρπίαθος</span>, Id.</div><br><br>'}