Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἅρπαλα
ἁρπάλαγος
ἁρπαλέος
ἁρπαλίζω
ἁρπάλιμος
ἁρπάμενος
ἁρπάναι
ἅρπαξ
ἁρπάξανδρος
ἁρπαξίβιος
ἁρπαξομίλης
ἅρπασις
ἅρπασμα
ἁρπασμός
ἅρπασος
ἁρπαστικός
ἁρπάστιον
ἁρπαστός
ἁρπεδής
ἁρπεδίζω
ἁρπεδόεις
View word page
ἁρπαξομίλης
ἁρπαξομίλης
[
ῑ],
A).
=
ὁ ἁρπάζων τὰς ἀφροδισίους ὁμιλίας
,
Com.Adesp.
949
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἁρπαξομίλης
Headword (normalized):
ἁρπαξομίλης
Headword (normalized/stripped):
αρπαξομιλης
IDX:
15418
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-15419
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἁρπαξομίλης</span> [<span class="foreign greek">ῑ], </span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ὁ ἁρπάζων τὰς ἀφροδισίους ὁμιλίας</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Com.Adesp.</span> 949 </span>.</div> </div><br><br>'}