Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἁρπακτί
ἁρπακτικός
ἁρπακτός
ἁρπακτύς
ἅρπαλα
ἁρπάλαγος
ἁρπαλέος
ἁρπαλίζω
ἁρπάλιμος
ἁρπάμενος
ἁρπάναι
ἅρπαξ
ἁρπάξανδρος
ἁρπαξίβιος
ἁρπαξομίλης
ἅρπασις
ἅρπασμα
ἁρπασμός
ἅρπασος
ἁρπαστικός
ἁρπάστιον
View word page
ἁρπάναι
ἁρπάναι· μάνδραι βοσκημάτων, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἁρπάναι
Headword (normalized):
ἁρπάναι
Headword (normalized/stripped):
αρπαναι
IDX:
15414
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-15415
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἁρπάναι·</span> <span class="foreign greek">μάνδραι βοσκημάτων,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}