Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἅρπαγος
ἁρπάζω
ἁρπάκτειρα
ἁρπακτήρ
ἁρπακτήριος
ἁρπακτής
ἁρπακτί
ἁρπακτικός
ἁρπακτός
ἁρπακτύς
ἅρπαλα
ἁρπάλαγος
ἁρπαλέος
ἁρπαλίζω
ἁρπάλιμος
ἁρπάμενος
ἁρπάναι
ἅρπαξ
ἁρπάξανδρος
ἁρπαξίβιος
ἁρπαξομίλης
View word page
ἅρπαλα
ἅρπαλα· ἁρπακτικά, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἅρπαλα
Headword (normalized):
ἅρπαλα
Headword (normalized/stripped):
αρπαλα
IDX:
15408
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-15409
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἅρπαλα·</span> <span class="foreign greek">ἁρπακτικά,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}