Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀβουλεί
ἀβούλευτος
ἀβουλέω
ἀβούλητος
ἀβουλία
ἄβουλος
ἀβουσκολεῖ
ἀβούτης
ἄβουτον
ἅβρα
ἀβράβεσθαι
ἀβραμίδιον
ἀβραμίς
ἀβραμύας
ἄβραχος
ἄβρεκτος
ἀβρεμής
ἁβρίζομαι
ἀβριθής
ἄβρικτος
ἀβρινά
View word page
ἀβράβεσθαι
ἀβράβεσθαι·
ἁβρύνεσθαι,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀβράβεσθαι
Headword (normalized):
ἀβράβεσθαι
Headword (normalized/stripped):
αβραβεσθαι
IDX:
153
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-154
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀβράβεσθαι·</span> <span class="foreign greek">ἁβρύνεσθαι,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}