Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀροτρόπους
ἀροτροφορέω
ἀρότται
ἄρουρα
ἀρουραβάτης
ἀρουραῖος
ἀρουρείτης
ἀρουρηδόν
ἀρούριον
ἀρουρισμός
ἀρουρίτης
ἀρουροπόνος
ἄρους
ἀρόω
ἁρπάγδην
ἁρπαγεύς
ἁρπαγή1
ἁρπάγη2
ἁρπαγιμαῖος
ἁρπάγιμος
ἁρπάγιον
View word page
ἀρουρίτης
ἀρουρ-ίτης,
A). v. -είτης.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀρουρίτης
Headword (normalized):
ἀρουρίτης
Headword (normalized/stripped):
αρουριτης
IDX:
15385
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-15386
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀρουρ-ίτης</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">-είτης.</span> </div> </div><br><br>'}