Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀροτρεύω
ἀροτρήτης
ἀροτριάζω
ἀροτρίαμα
ἀροτρίασις
ἀροτριασμός
ἀροτριαστής
ἀροτριάω
ἀρότριος
ἀροτριόω
ἀροτρίτης
ἀροτροδίαυλος
ἀροτροειδής
ἄροτρον
ἀροτροπόνος
ἀροτρόπους
ἀροτροφορέω
ἀρότται
ἄρουρα
ἀρουραβάτης
ἀρουραῖος
View word page
ἀροτρίτης
ἀροτρ-ίτης,
A). v. -ήτης.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀροτρίτης
Headword (normalized):
ἀροτρίτης
Headword (normalized/stripped):
αροτριτης
IDX:
15370
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-15371
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀροτρ-ίτης</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">-ήτης.</span> </div> </div><br><br>'}