Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Ἀρνῆος
ἀρνήσιμος
ἄρνησις
ἀρνητέον
ἀρνητικός
ἀρνίον
ἀρνίς
ἀρνόγλωσσον
ἀρνοκόμης
ἀρνοπολέμιον
ἀρνορ<κ>ίη
ἀρνός
ἀρνοτροφία
ἀρνοφάγος
ἄρνυθεν
ἄρνυμαι
ἀρνυτός
ἀρνῳδός
ἀρνών
ἄρξ
ἄρξιφος
View word page
ἀρνορ<κ>ίη
ἀρνορ<κ>ίη· ὁ μετὰ τοῦ ἀρνὸς αἰρομένου γινόμενος ὅρκος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀρνορ<κ>ίη
Headword (normalized):
ἀρνορ<κ>ίη
Headword (normalized/stripped):
αρνορ<κ>ιη
IDX:
15330
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-15331
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀρνορ&lt;κ&gt;ίη·</span> <span class="foreign greek">ὁ μετὰ τοῦ ἀρνὸς αἰρομένου γινόμενος ὅρκος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}