Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἅρμοσις
ἅρμοσμα
ἁρμοστέον
ἁρμοστήρ
ἁρμοστής
ἁρμοστικός
ἁρμοστός
ἅρμοστρα
ἁρμόστωρ
ἁρμόσυνοι
ἁρμόττω
ἄρμυλα
ἄρνα
ἀρναβώ
ἀρνακίς
ἄρναν
ἀρνέα
ἄρνειος
κρέα
ἀρνειός
ἀρνεοθοίνης
View word page
ἁρμόττω
ἁρμόττω, ἁρμοττόντως, Att. for ἁρμόζω, -ζόντως, qq.v.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἁρμόττω
Headword (normalized):
ἁρμόττω
Headword (normalized/stripped):
αρμοττω
IDX:
15299
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-15300
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἁρμόττω</span>, <span class="orth greek">ἁρμοττόντως</span>, Att. for <span class="foreign greek">ἁρμόζω, -ζόντως,</span> qq.v.</div><br><br>'}