Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀρμενοποιέω
ἀρμένος
ἀρμενοφόρος
ἁρμή
ἁρμογή
ἁρμόδιος
ἁρμοδιοτυπής
ἁρμοζόντως
ἁρμόζω
ἁρμοῖ
ἀρμοίματα
ἁρμοκ[όπος]
ἁρμολογέω
ἁρμολόγησις
ἁρμολόγος
ἁρμονία
Ἁρμονίδης
Ἁρμονίζω
Ἁρμονικός
Ἁρμόνιος
Ἁρμονιώδης
View word page
ἀρμοίματα
ἀρμοίματα· ἀρτύματα, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀρμοίματα
Headword (normalized):
ἀρμοίματα
Headword (normalized/stripped):
αρμοιματα
IDX:
15276
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-15277
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀρμοίματα·</span> <span class="foreign greek">ἀρτύματα,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}