ἁρμόδιος
ἁρμόδιος, α, ον,(ἁρμόζω)
A). fitting together, θύραι, metaph. of the lips, . 422
II). fitting, ἥβη ; 724 δεῖπνον N. 1.21 ; ἀνθρώποις ἁρμόδιόν [ἐδτι] c. inf., , cf. 187 ; 52 μέρη τῆς πολιτείας ἁ. τοῖς τηλικούτοις ; 2.793a πᾶν σῶμα ἁ. εἶναι ψυχῇ Thphr. p.60 : Comp. -ώτερος, γάμος : Sup. 1.21 -ώτατος, ἔς τι Tact. 16.4 ; also, agreeable, . Adv. 16.2 -ως Arist. 24 , PGiss. 57.6 (vi/vii A.D.).