Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἄρμενα
Ἀρμενία
Ἀρμενιάρχης
Ἀρμενιστί
ἀρμενίζω
Ἀρμένιον
ἀρμενοθήκη
ἄρμενον
ἀρμενοποιέω
ἀρμένος
ἀρμενοφόρος
ἁρμή
ἁρμογή
ἁρμόδιος
ἁρμοδιοτυπής
ἁρμοζόντως
ἁρμόζω
ἁρμοῖ
ἀρμοίματα
ἁρμοκ[όπος]
ἁρμολογέω
View word page
ἀρμενοφόρος
ἀρμενοφόρος,
A). gloss on ἱστιοφόρος , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀρμενοφόρος
Headword (normalized):
ἀρμενοφόρος
Headword (normalized/stripped):
αρμενοφορος
IDX:
15268
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-15269
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀρμενοφόρος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">ἱστιοφόρος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}