Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἁρμελάτης
ἄρμενα
Ἀρμενία
Ἀρμενιάρχης
Ἀρμενιστί
ἀρμενίζω
Ἀρμένιον
ἀρμενοθήκη
ἄρμενον
ἀρμενοποιέω
ἀρμένος
ἀρμενοφόρος
ἁρμή
ἁρμογή
ἁρμόδιος
ἁρμοδιοτυπής
ἁρμοζόντως
ἁρμόζω
ἁρμοῖ
ἀρμοίματα
ἁρμοκ[όπος]
View word page
ἀρμένος
ἀρμένος,
A). v. ἀείρω 111.1 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀρμένος
Headword (normalized):
ἀρμένος
Headword (normalized/stripped):
αρμενος
IDX:
15267
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-15268
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀρμένος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀείρω</span> <span class="bibl"> 111.1 </span>.</div> </div><br><br>'}