Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἄρκτος
ἀρκτοτρόφος
Ἀρκτοῦρος
Ἀρκτοφύλαξ
Ἀρκτόχειρ
ἀρκτύλος
ἀρκτῷος
ἄρκυια
ἄρκυλλος
ἄρκυλον
ἀρκυοστασία
ἄρκυς
ἀρκυστασία
ἀρκύστατος
ἀρκυωρέω
ἀρκυωρός
ἅρμα
ἄρμα1
ἄρμα2
ἀρμακιάς
ἁρμαλά
View word page
ἀρκυοστασία
ἀρκυοστασία,
A). v. ἀρκυστασία.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀρκυοστασία
Headword (normalized):
ἀρκυοστασία
Headword (normalized/stripped):
αρκυοστασια
IDX:
15208
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-15209
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀρκυοστασία</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀρκυστασία.</span> </div> </div><br><br>'}