Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἄβοτος
ἀβουχόλητος
ἀβουλεί
ἀβούλευτος
ἀβουλέω
ἀβούλητος
ἀβουλία
ἄβουλος
ἀβουσκολεῖ
ἀβούτης
ἄβουτον
ἅβρα
ἀβράβεσθαι
ἀβραμίδιον
ἀβραμίς
ἀβραμύας
ἄβραχος
ἄβρεκτος
ἀβρεμής
ἁβρίζομαι
ἀβριθής
View word page
ἄβουτον
ἄβουτον·
τὴν οὐλίαν
(Arg.),
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἄβουτον
Headword (normalized):
ἄβουτον
Headword (normalized/stripped):
αβουτον
IDX:
151
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-152
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἄβουτον·</span> <span class="foreign greek">τὴν οὐλίαν</span> (Arg.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}