Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἄρκηλος
ἀρκής
ἀρκίθεωρος
ἄρκιλος
ἄρκιον
ἄρκιος
ἄρκιος
ἀρκόν
ἄρκος
ἄρκος
ἀρκούντως
ἀρκόφθαλμον
ἄρκτειος
ἀρκτέον
ἀρκτεύω
ἀρκτῆ
ἀρκτικός
ἀρκτικός
ἀρκτικόϲ
ἄρκτιον
ἄρκτιος
View word page
ἀρκούντως
ἀρκούντως
, contr. for
ἀρκεόντως
(q. v.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀρκούντως
Headword (normalized):
ἀρκούντως
Headword (normalized/stripped):
αρκουντως
IDX:
15186
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-15187
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀρκούντως</span>, contr. for <span class="foreign greek">ἀρκεόντως</span> (q. v.).</div><br><br>'}