Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀρκάριος
Ἀρκαδία
ἀριίηθεν
ἀρκεθέωρος
ἄρκειος
ἀρκεόντως
ἀρκεσίβουλος
ἀρκεσίγυιος
ἀρκέσιμος
ἄρκεσις
ἄρκεσμα
ἀρκετός
ἀρκευθιδίτης
ἀρκεύθινος
ἀρκευθίς
ἄρκευθος
ἀρκέω
ἄρκη
ἄρκηλα
ἄρκηλος
ἀρκής
View word page
ἄρκεσμα
ἄρκ-εσμα, ατος, τό, = foreg., Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἄρκεσμα
Headword (normalized):
ἄρκεσμα
Headword (normalized/stripped):
αρκεσμα
IDX:
15167
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-15168
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἄρκ-εσμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, = foreg., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}