Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀριστοτόκος
Ἀριστοφάνειος
ἀριστοφόρον
ἀριστοφυής
ἀριστόχαλκος
ἀριστόχειρ
ἀριστοχειρουργός
ἀριστώδιν
ἀρισφαλής
ἀρίτιμος
ἀριτριλλίς
ἀριφραδής
ἀρίφρων
ἄριχα
ἀρίχεται
Ἀρκαδάρχης
Ἀρκαδίζω
ἄρκαλα
ἀρκαρικός
ἀρκάριος
Ἀρκαδία
View word page
ἀριτριλλίς
ἀριτριλλίς
,
A).
=
λινόζωστις
, dub. l. in Ps.-
Dsc.
4.190
(
ἀργυρῖτις
Wellm.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀριτριλλίς
Headword (normalized):
ἀριτριλλίς
Headword (normalized/stripped):
αριτριλλις
IDX:
15148
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-15149
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀριτριλλίς</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">λινόζωστις</span> , dub. l. in Ps.-<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 4.190 </span> (<span class="foreign greek">ἀργυρῖτις</span> Wellm.).</div> </div><br><br>'}