Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀριστοσαλπιγκτής
ἀριστότατος
Ἀριστοτελίζω
ἀριστοτέχνης
ἀριστοτόκος
Ἀριστοφάνειος
ἀριστοφόρον
ἀριστοφυής
ἀριστόχαλκος
ἀριστόχειρ
ἀριστοχειρουργός
ἀριστώδιν
ἀρισφαλής
ἀρίτιμος
ἀριτριλλίς
ἀριφραδής
ἀρίφρων
ἄριχα
ἀρίχεται
Ἀρκαδάρχης
Ἀρκαδίζω
View word page
ἀριστοχειρουργός
ἀριστο-χειρουργός, ,
A). best of surgeons, POxy. 437 .


ShortDef

best of surgeons

Debugging

Headword:
ἀριστοχειρουργός
Headword (normalized):
ἀριστοχειρουργός
Headword (normalized/stripped):
αριστοχειρουργος
IDX:
15144
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-15145
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀριστο-χειρουργός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">best of surgeons,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">POxy.</span> 437 </span>.</div> </div><br><br>'}