Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἁδροτής
ἁδρόχωροι
ἁδρόχωρον
ἁδρόω
ἄδρυα
ἀδρυάς
ἀδρύμακτον
ἅδρυνσις
ἁδρύνω
ἄδρυπτος
ἀδρύφακτος
ἁδρώδης
ἁδυβόας
ἀδυναμέω
ἀδυναμία
ἀδύναμος
ἀδυνασία
ἀδυναστί
ἀδυνατέω
ἀδύνατος
ἀδυνατόω
View word page
ἀδρύφακτος
ἀδρύφακτος
,
ον
,
A).
unfenced
,
ἀτείχιστος, ἀφύλακτος, ἄνευ δικαστηρίου
,
Hsch.
: <*>metaph.,
ἄπονος καὶ ἀταλαίπωρος
,
AB
345
.
ShortDef
unfenced
Debugging
Headword:
ἀδρύφακτος
Headword (normalized):
ἀδρύφακτος
Headword (normalized/stripped):
αδρυφακτος
IDX:
1513
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-1514
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀδρύφακτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">unfenced</span>, <span class="foreign greek">ἀτείχιστος, ἀφύλακτος, ἄνευ δικαστηρίου</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>: <*>metaph., <span class="foreign greek">ἄπονος καὶ ἀταλαίπωρος</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AB</span> 345 </span>.</div> </div><br><br>'}