Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀριστοπάλας
ἀριστοπάτρα
ἀριστοποιέω
ἀριστοποιΐα
ἀριστοπολιτευτής
ἀριστοπόνος
ἀριστοπόσεια
ἀριστοπραγέω
ἄριστος
ἀριστοσαλπιγκτής
ἀριστότατος
Ἀριστοτελίζω
ἀριστοτέχνης
ἀριστοτόκος
Ἀριστοφάνειος
ἀριστοφόρον
ἀριστοφυής
ἀριστόχαλκος
ἀριστόχειρ
ἀριστοχειρουργός
ἀριστώδιν
View word page
ἀριστότατος
ἀριστότατος
,
η
,
ον
, late superlative formation from
ἄριστος,
Rev.Phil.
46.127
(Miscamus).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀριστότατος
Headword (normalized):
ἀριστότατος
Headword (normalized/stripped):
αριστοτατος
IDX:
15135
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-15136
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀριστότατος</span>, <span class="itype greek">η</span>, <span class="itype greek">ον</span>, late superlative formation from <span class="foreign greek">ἄριστος,</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Rev.Phil.</span> 46.127 </span> (Miscamus).</div><br><br>'}