Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀριστόνικος
ἀριστονομία
ἀριστόνοος
ἀριστοπάλας
ἀριστοπάτρα
ἀριστοποιέω
ἀριστοποιΐα
ἀριστοπολιτευτής
ἀριστοπόνος
ἀριστοπόσεια
ἀριστοπραγέω
ἄριστος
ἀριστοσαλπιγκτής
ἀριστότατος
Ἀριστοτελίζω
ἀριστοτέχνης
ἀριστοτόκος
Ἀριστοφάνειος
ἀριστοφόρον
ἀριστοφυής
ἀριστόχαλκος
View word page
ἀριστοπραγέω
ἀριστο-πρᾱγέω,(πρᾶγος)
A). = ἀριστεύω , Eust. 621.39 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀριστοπραγέω
Headword (normalized):
ἀριστοπραγέω
Headword (normalized/stripped):
αριστοπραγεω
IDX:
15132
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-15133
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀριστο-πρᾱγέω</span>,(<span class="etym greek">πρᾶγος</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀριστεύω</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:621:39" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:621.39/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eust.</span> 621.39 </a>.</div> </div><br><br>'}