ἀριστοπολιτευτής
ἀριστο-πολῑτευτής [ᾰ],(πολιτεύω)
A). best of citizens, honorary title, esp. at Sparta, IG 5(1).335 , al.:—also ἀριστο-πολίτης [λῑ], best citizen, αἰώνιος ἀ. ib. 468 , IPE 2.29 (Panticapaeum; -πυλίτης lapis):— hence ἀριστο-πολῑτεία, ἡ, privileges of an ἀ., IG 5(1).65 (Sparta), SIG 893 A 9 (Messene).