Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀριστοκράτης
ἀριστοκρατία
ἀριστοκρατικός
ἀριστολόχεια
ἀριστολόχιος
ἀριστόλοχος
ἀριστόμαντις
ἀριστομάχος
ἄριστον
ἀριστόνικος
ἀριστονομία
ἀριστόνοος
ἀριστοπάλας
ἀριστοπάτρα
ἀριστοποιέω
ἀριστοποιΐα
ἀριστοπολιτευτής
ἀριστοπόνος
ἀριστοπόσεια
ἀριστοπραγέω
ἄριστος
View word page
ἀριστονομία
ἀριστο-νομία
,
ἡ
,(
νέμὠ
A).
=
ἀριστοκρατία
,
Suid.
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀριστονομία
Headword (normalized):
ἀριστονομία
Headword (normalized/stripped):
αριστονομια
IDX:
15123
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-15124
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀριστο-νομία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>,(<span class="foreign greek">νέμὠ</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀριστοκρατία</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span></span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}