Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀριστοκρατέομαι
ἀριστοκράτης
ἀριστοκρατία
ἀριστοκρατικός
ἀριστολόχεια
ἀριστολόχιος
ἀριστόλοχος
ἀριστόμαντις
ἀριστομάχος
ἄριστον
ἀριστόνικος
ἀριστονομία
ἀριστόνοος
ἀριστοπάλας
ἀριστοπάτρα
ἀριστοποιέω
ἀριστοποιΐα
ἀριστοπολιτευτής
ἀριστοπόνος
ἀριστοπόσεια
ἀριστοπραγέω
View word page
ἀριστόνικος
ἀριστό-νῑκος [ᾰ],
A). gaining glorious victory, κράτος Trag.Adesp. 97 .


ShortDef

Aristonicus
gaining glorious victory

Debugging

Headword:
ἀριστόνικος
Headword (normalized):
ἀριστόνικος
Headword (normalized/stripped):
αριστονικος
IDX:
15122
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-15123
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀριστό-νῑκος</span> [<span class="foreign greek">ᾰ], </span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">gaining glorious victory,</span> <span class="quote greek">κράτος</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Trag.Adesp.</span> 97 </span> .</div> </div><br><br>'}