Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀριστογένεθλος
ἀριστογόνος
ἀριστόδειπνον
ἀριστόκαρπος
ἀριστοκρατέομαι
ἀριστοκράτης
ἀριστοκρατία
ἀριστοκρατικός
ἀριστολόχεια
ἀριστολόχιος
ἀριστόλοχος
ἀριστόμαντις
ἀριστομάχος
ἄριστον
ἀριστόνικος
ἀριστονομία
ἀριστόνοος
ἀριστοπάλας
ἀριστοπάτρα
ἀριστοποιέω
ἀριστοποιΐα
View word page
ἀριστόλοχος
ἀριστό-λοχος, ον,
A). well-born, App.Anth. 3.162 .


ShortDef

well-born

Debugging

Headword:
ἀριστόλοχος
Headword (normalized):
ἀριστόλοχος
Headword (normalized/stripped):
αριστολοχος
IDX:
15118
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-15119
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀριστό-λοχος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">well-born,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">App.Anth.</span> 3.162 </span>.</div> </div><br><br>'}