Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀριστητικός
ἀριστίζω
ἀριστίνδας
ἀριστίνδην
ἀριστόβιος
ἀριστόβουλος
ἀριστογαλατίας
ἀριστογένεθλος
ἀριστογόνος
ἀριστόδειπνον
ἀριστόκαρπος
ἀριστοκρατέομαι
ἀριστοκράτης
ἀριστοκρατία
ἀριστοκρατικός
ἀριστολόχεια
ἀριστολόχιος
ἀριστόλοχος
ἀριστόμαντις
ἀριστομάχος
ἄριστον
View word page
ἀριστόκαρπος
ἀριστό-καρπος [ᾰ],
A). bearing fairest fruit, Σικελία B. 3.1 .


ShortDef

bearing fairest fruit

Debugging

Headword:
ἀριστόκαρπος
Headword (normalized):
ἀριστόκαρπος
Headword (normalized/stripped):
αριστοκαρπος
IDX:
15111
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-15112
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀριστό-καρπος</span> [<span class="foreign greek">ᾰ], </span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bearing fairest fruit,</span> <span class="quote greek">Σικελία</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0199.tlg001:3:1" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0199.tlg001:3.1/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">B.</span> 3.1 </a> .</div> </div><br><br>'}