Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀριστήρ
ἀριστητήριον
ἀριστητής
ἀριστητικός
ἀριστίζω
ἀριστίνδας
ἀριστίνδην
ἀριστόβιος
ἀριστόβουλος
ἀριστογαλατίας
ἀριστογένεθλος
ἀριστογόνος
ἀριστόδειπνον
ἀριστόκαρπος
ἀριστοκρατέομαι
ἀριστοκράτης
ἀριστοκρατία
ἀριστοκρατικός
ἀριστολόχεια
ἀριστολόχιος
ἀριστόλοχος
View word page
ἀριστογένεθλος
ἀριστο-γένεθλος, ον,
A). producing the best, χῶρος AP 9.686 .


ShortDef

producing the best

Debugging

Headword:
ἀριστογένεθλος
Headword (normalized):
ἀριστογένεθλος
Headword (normalized/stripped):
αριστογενεθλος
IDX:
15108
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-15109
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀριστο-γένεθλος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">producing the best,</span> <span class="quote greek">χῶρος</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 9.686 </span> .</div> </div><br><br>'}