Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἁδρός
ἀδροσία
ἁδροσύνη
ἁδρόσφαιρος
ἁδροτής
ἁδρόχωροι
ἁδρόχωρον
ἁδρόω
ἄδρυα
ἀδρυάς
ἀδρύμακτον
ἅδρυνσις
ἁδρύνω
ἄδρυπτος
ἀδρύφακτος
ἁδρώδης
ἁδυβόας
ἀδυναμέω
ἀδυναμία
ἀδύναμος
ἀδυνασία
View word page
ἀδρύμακτον
ἀδρύμακτον· καθαρόν, Hsch.; cf. δρυμάττω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀδρύμακτον
Headword (normalized):
ἀδρύμακτον
Headword (normalized/stripped):
αδρυμακτον
IDX:
1509
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-1510
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀδρύμακτον·</span> <span class="foreign greek">καθαρόν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">δρυμάττω</span>.</div><br><br>'}