Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
Ἀριοντία
ἀρίπικρος
ἀριπρέπεια
ἀριπρεπής
ἀρίπρεπτος
ἄρις
ἀρίς
ἀρίσαρον
ἀρίσημος
ἀρισθάρματος
ἀρίσκος
ἀρισκυδής
ἀρίσπης
ἀρίσταθλος
ἀρισταίνω
Ἀρισταῖος
ἀρισταλκής
ἀρισταρχαμία
Ἀριστάρχειος
ἀρισταρχέω
ἀριστάφυλος
View word page
ἀρίσκος
ἀρίσκος·
κόφινος,
Hsch.
; cf.
ῥίσκος.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀρίσκος
Headword (normalized):
ἀρίσκος
Headword (normalized/stripped):
αρισκος
IDX:
15069
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-15070
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀρίσκος·</span> <span class="foreign greek">κόφινος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">ῥίσκος.</span> </div><br><br>'}