ἀρίθμιος
ἀρίθμ-ιος, α, ον, =
II). reckoned, counted, μέτ’ ἀθανάτοισιν ἀ. ; 1.16 ἐν καὶ ὄνος κείνοισιν ἀ. prob. in H. 1.151 ; ἀνέρες ἐν Λιβύεσσιν ἀ. ; cf. 263 μεταρίθμιος, ἐναρίθμιος.
III). Subst. ἀρίθμιον, set, series, BGU 544.23 (iii A. D.).