ἀριθμητικός
ἀριθμ-ητικός, ή, όν,
II). arithmetical, μέσα ; 2 ἀναλογία EN 1106a35 ; τὸ ἓν ἁπλῶς οὐκ ἦν ἀ. Pr. 117 ; ἡ ἀριθμητική (sc. τέχνη) arithmetic, R. 525a , al.; as a subject of competition, Inscr.Magn. 107 ; ἡ ἀ. ἐπιστήμη . Adv. 2.979e -κῶς ib. 643c , Theo Sm. p.116H.
III). -κόν, land-tax in Egypt, τὸ τέλειον ἀ. Sammelb. 4415.14 (ii A. D.), etc.; ἡμιτέλειον ἀ. BGU 330.6 (ii A. D.).