Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀρθρικός
ἀρθριτικός
ἀρθρῖτις
ἀρθροκηδής
ἄρθρον
ἀρθροπέδη
ἀρθρόω
ἀρθρώδης
ἀρθρωδία
ἄρθρωσις
ἀρθύσανοι
ἀρῐ
ἀρία
ἀριβάσκανος
ἀρίγνως
ἀρίγνωτος
ἄριγος
ἀρίγων
ἀριδάκρυος
ἀρίδακρυς
ἀριδάκρυτος
View word page
ἀρθύσανοι
ἀρθύσανοι· ἀποσχίς ματα καὶ ἀποκλαστήματα, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀρθύσανοι
Headword (normalized):
ἀρθύσανοι
Headword (normalized/stripped):
αρθυσανοι
IDX:
15017
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-15018
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀρθύσανοι·</span> <span class="foreign greek">ἀποσχίς ματα καὶ ἀποκλαστήματα,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}