Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀβόσκητος
ἄβοστοι
ἄβοτος
ἀβουχόλητος
ἀβουλεί
ἀβούλευτος
ἀβουλέω
ἀβούλητος
ἀβουλία
ἄβουλος
ἀβουσκολεῖ
ἀβούτης
ἄβουτον
ἅβρα
ἀβράβεσθαι
ἀβραμίδιον
ἀβραμίς
ἀβραμύας
ἄβραχος
ἄβρεκτος
ἀβρεμής
View word page
ἀβουσκολεῖ
ἀβουσκολεῖ· θορυβεῖ, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀβουσκολεῖ
Headword (normalized):
ἀβουσκολεῖ
Headword (normalized/stripped):
αβουσκολει
IDX:
149
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-150
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀβουσκολεῖ·</span> <span class="foreign greek">θορυβεῖ,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}